- αὐτάγρευτος
- αὐτ-άγρευτος, ον,A = αὐτόπλεκτος, Sch.Opp.H.4.449.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτάγρευτον — αὐτάγρευτος masc/fem acc sg αὐτάγρευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)